πολεμήσει

πολεμήσει
πολεμέω
to be at war
aor subj act 3rd sg (epic)
πολεμέω
to be at war
fut ind mid 2nd sg
πολεμέω
to be at war
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νοταράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κορινθία. 1. Ανδρίκος. Αδελφός του Σωτήριου (βλ. 5.). Κατά την πολιορκία του Ακροκόρινθου από τους επίσκοπο Δαμαλών Ιωνά, Πετμεζά και Γ. Κριεζή (23 Μαρτίου 1821), πιάστηκε όμηρος και φυλακίστηκε στο φρούριο της… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγονος — I Όνομα τριών Μακεδόνων βασιλιάδων. 1. Α. ο επιλεγόμενος ΜονόφθαλμοςΚύκλωψ (381 – 301 π.Χ.). Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ίδρυσε τη λεγόμενη δυναστεία των Αντιγονιδών στην παλιά σατραπεία της Μεγάλης Φρυγίας, της Παμφυλίας και της Λυκίας …   Dictionary of Greek

  • Αχμέτ — I Όνομα διαφόρων ηγεμόνων κρατών της ανατολικής Ασίας, τα οποία κατοικήθηκαν στη διάρκεια των 13ου και 14ου αι. από μογγολικές φυλές. Α. λεγόταν επίσης και ένας σάχης του Ιράν (Ταυρίδα 1898 – Παρίσι 1930). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …   Dictionary of Greek

  • Μέντωρ — I Μυθολογικό πρόσωπο που αναφέρεται από τον Όμηρο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν φίλος του Οδυσσέα. Ο βασιλιάς της Ιθάκης του εμπιστεύτηκε τη φροντίδα του σπιτιού του και την εκπαίδευση του Τηλέμαχου πριν φύγει για την Τροία. Το όνομά του έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Ioannis Kapodistrias — This article is about the Greek politician. For the airport named for him, see Corfu International Airport. Ioannis Kapodistrias Ιωάννης Καποδίστριας Governor of Greece In office …   Wikipedia

  • побарать — Поборник, поборствовать, побороть, побарать. [Слово поборник] зарегистрировано уже в «Материалах для словаря древнерусского языка» И. И. Срезневского (2, с. 987 988). Здесь помещается следующее гнездо слов: «Побарати, побараю сражаться, биться за …   История слов

  • побрати — (7*), ПОБОР|Ю, ЕТЬ гл. Побороться, заступиться за когол., выступить на чьейл. стороне: Не постыдисѧ исповѣдати грѣхы сво˫а… и г҃дь б҃ъ побореть по тебѣ. (πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ) Изб 1076, 134; неции же ѿ ѥп(с)пъ ѡсташѧ и не прi||доша на сборъ. и не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”